- ακριβαναθρέφω
- μετ. заботливо воспитывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριβαναθρέφω — εψα, εμμένος, ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή: Οπού ναι νια και δροσερή κι ακριβαναθρεμμένη ( Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)